γούπατο

γούπατο
το
η γούβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γούπατο — το χαμήλωμα του εδάφους, βαθούλωμα, γούβα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντίφλογο — το φλόγα, λάμψη, ακτινοβολία («ο ήλιος έριχνε τ αντίφλογό του μέσ στο γούπατο», Βλαχογιάννης) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”