γούπατο — το χαμήλωμα του εδάφους, βαθούλωμα, γούβα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίφλογο — το φλόγα, λάμψη, ακτινοβολία («ο ήλιος έριχνε τ αντίφλογό του μέσ στο γούπατο», Βλαχογιάννης) … Dictionary of Greek